κασιγνητᾶν

κασιγνητᾶν
κασιγνήτη
sister
fem gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κασιγνήταν — κασιγνήτᾱν , κασιγνήτη sister fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”